Λοτί, Πιερ

Λοτί, Πιερ
(Pierre Loti, 1850 – 1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Λουί Μαρί Ζιλιέν Βιό (Louis Marie Julien Viaud). Ο Λ. ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και με την ιδιότητά του αυτή ταξίδεψε στην Ιαπωνία, στη Σενεγάλη, στην Ωκεανία και σε πολλές χώρες της Ασίας. Έγραψε μυθιστορήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις, διαπνεόμενα από συναισθήματα μελαγχολίας και απαισιοδοξίας. Το 1891 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται Ο γάμος του Λοτί (1882), Ο αδελφός μου Ιβ (1883) Ανατολικό φάντασμα (1892), Οι τελευταίες ημέρες του Πεκίνου (1902), Οι απογοητευμένες (1906) και Η τρίτη νεότητα της κυρίας Πριν (1905). Οι κριτικοί λογοτεχνίας χαρακτηρίζουν τα έργα του εξωτικά, καθώς ο Λ. εμπνεόταν κυρίως από τις ιδιομορφίες της Ανατολής, στην οποία διαρκώς ανακάλυπτε πηγές νέων εμπνεύσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ανρί — (Rousseau, o λεγόμενος Τελώνης, Λαβάλ 1844 – Παρίσι 1910). Γάλλος ζωγράφος. Αρχηγός της ζωγραφικής ναΐφ και σύγχρονος των μεταεμπρεσιονιστών, από τους οποίους διαφέρει πολύ προαγγέλλοντας από πολλές απόψεις τον υπερρεαλισμό, ο Ρ. υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”